- μεταβάπτουσιν
- μεταβάπτωchange by dippingpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)μεταβάπτωchange by dippingpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταβάπτω — και μεταβάφω και ματαβάφω (Α μεταβάπτω) δίνω σε κάτι άλλο χρώμα με βαφή, μεταβάλλω τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», Λουκιαν.) νεοελλ. (στον τ. ματαβάφω) βάφω για… … Dictionary of Greek